κόλαφος

κόλαφος
κόλαφος
Grammatical information: m.
Meaning: `buffet' (Epich. 1 as name of a παιδοτρίβης, H., EM; Lat. LW [loanword] colap(h)us (Plaut.).
Other forms: κόλαφος κόνδυλος H.
Derivatives: κολαφίζω `beat with the fist, box on the ear' (NT, Sammelb. 6263, 23); Κολαφίδιον Att. woman's name, s. Fraenkel Nom. ag. 2, 86 w. n. 3).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Lowly word, which for that reason provides great difficulties for the explanation. If cognate with κολάπτω, which is certainly possible, it will be a backformation, and not its basis; on the formation cf. κρόταφος a. o. (Chantraine Formation 264). Diff. Krogmann KZ 67, 224 n. 1: to κολοφών a. o.; not convincing. Also not to Skt. kalaha- `sight', s. Mayrhofer KEWA s. v. Older attempts in Bq. - Lat. colap(h)us (s. Ernout Rev. de phil. 77, 155f.) found in Vulgar Latin and in the Romance languages a wide spread (colpus, Ital. colpo, Fr. coup etc.; also Goth. kaupatjan `κολαφίζειν'?) and came back to Greek from there (s. Fraenkel l. c.). - By far the simplest solution is that κόλαφος was the basis of κολάπτω, which is quite possible, in spite of DELG. The word is no doubt Pre-Greek. κόλαφος can hardly be derived from κολάπτω (Chantr. Form. is of no help).
Page in Frisk: 1,897

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κόλαφος — buffet masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλαφος — ο (AM κόλαφος) ράπισμα, χτύπημα στο πρόσωπο νεοελλ. βαριά προσβολή, εξύβριση («το άρθρο τής εφημερίδας ήταν κόλαφος για τον υπουργό»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. υποχωρητ. παρ. τού ρ. κολάπτω με εκφραστικό δασύ ( φ ). Κατ άλλους, η λ.… …   Dictionary of Greek

  • κόλαφος — ο 1. ράπισμα, μπάτσος, χαστούκι. 2. μτφ., προσβολή, εξύβριση: Ήταν κόλαφος για τον υπουργό το ρεπορτάζ της εφημερίδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολάφου — κόλαφος buffet masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολάφους — κόλαφος buffet masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλαφοι — κόλαφος buffet masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλαφον — κόλαφος buffet masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • golpe — (Del lat. vulgar colupus < lat. colaphus < gr. kolaphos, bofetón.) ► sustantivo masculino 1 Acción y resultado de golpear: ■ se dio un fuerte golpe en la cabeza. SINÓNIMO coscorrón encontronazo leñazo porrazo puñetazo 2 Ruido producido al… …   Enciclopedia Universal

  • καρπαζιά — η 1. ισχυρό και ηχηρό χτύπημα που καταφέρεται με την παλάμη στο κεφάλι και ιδίως στον σβέρκο άλλου, κόλαφος 2. φρ. «είναι για καρπαζιές» (για πρόσ.) δεν έχει καμιά αξία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως < τουρκ. karapazi «είδηση»] …   Dictionary of Greek

  • κολαφίζω — (AM κολαφίζω) [κόλαφος] 1. χτυπώ δυνατά με την παλάμη ή με τη γροθιά κάποιον στο πρόσωπο, χαστουκίζω ή δίνω γροθιά («ἐνέπτυσαν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοὺ καὶ ἐκολάφισαν αὐτόν, οἱ δὲ ἐρράπισαν» τόν έφτυσαν στο πρόσωπο και τόν χαστούκισαν κι άλλοι τόν… …   Dictionary of Greek

  • κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”